- ἰουλίς
- ἰουλίς [ῐ], ίδος, ἡ,A rainbow-wrasse, Coris iulis, Arist.HA610b6, AP 7.504.5 (Leon.), Numen. ap. Ath.7.304f, Artem.1.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰουλίς — rainbow wrasse fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιουλίς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Κέας. Υπήρξε πατρίδα των ποιητών Βακχυλίδη και Σιμωνίδη του Κείου, του γιατρού Ερασίστρατου και του φιλοσόφου Αρίστωνα. * * * η (Α ἰουλίς) [ίουλος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
ἰουλίδα — ἰουλίς rainbow wrasse fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλίδας — ἰουλίς rainbow wrasse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλίδες — ἰουλίς rainbow wrasse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλίδι — ἰουλίς rainbow wrasse fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλίδος — ἰουλίς rainbow wrasse fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλίδων — ἰουλίς rainbow wrasse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλίσι — ἰουλίς rainbow wrasse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλίσιν — ἰουλίς rainbow wrasse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek